Στέλλα Καρνά : Πίτα μπρος τσι πίτα πίσου!!

 Ιγνάτης Ψάνης

Τα “ξούργια” μας, είτε ατομικά είτε συλλογικά τελειωμό δεν έχουν, γιατί οι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκες και ανεξερεύνητες οντότητες. Και ο χώρος δεν είναι κατάλληλος, για να αναλυθεί αυτή η παράμετρός μας.
Εκείνο που έχει σημασία είναι τούτα τα ελαττώματα να μην είναι καταστροφικά “δι’ εαυτόν και αλλήλους” απ’ τη μια και από την άλλη να μην είναι τόσο έντονα και εμφανώς παθιασμένα, ώστε να καθίστανται ανυπόφορα.
Ένα τέτοιο χαρακτηρολογικό πάθος, “του ξούρ’ “, όπου το ελάττωμα έγινε στοιχείο αναπόσπαστο της προσωπικότητας, έγινε “χούι”, συνήθεια, και  έχει πάρει πια  διαστάσεις ανεξέλεγκτου στη συμπεριφορά της ηρωίδας,  περιγράφεται με την χάρη και τη γλαφυρότητα της ντοπιολαλιάς από την συνήθη ύποπτο, τη Στέλλα, και δείχνει μέχρι ποιου σημείου, ακόμα και κοινωνικού αυτοεξευτελισμού, μπορεί να  οδηγήσει κάποιον, όταν μπερδεύει τις ζωές των ανθρώπων με τη δική του.
Για άλλη  μία φορά επιβεβαιώνεται ” η ψη βγαίν’ του χούι όχ’ “
Η κοινωνική σάτιρα, με ευπρέπεια και τσαχπινιά, σε όλο το μεγαλείο της.
Πίτα μπρος τσι πίτα πίσου
Στέλλα Καρνά

Ακόμα ένα χαριτωμένο  που  έλεγαν  οι  μανάδες μας.

Ήνταν  λέιγ  μια  φουρά μια γ’ναίκα, που  ήθιλι να ανικατεύγιτι  παντού. Μόλις  άκ’γι  να   γίνιτι  καυγάς,  ίμπινι σ’ μεσ’ να απουσώσ’, να κάν’  του  δικηγόρου. Η  πιθιρά τ’ κάθι  μέρα ντ  δασκάλιβγι.

«Μήν ανικατεύγισι  μουρ’  κόρ  ιμ. Θα  βρεις  του  μπιλά σ’, θα σι  βρουντήξιν  καμιάν ώρα.»

Φτη  τίπουτα.  Του  χούιγ…  χούιγ!  Σκέφτσι  λοιπόν  η  πιθιρά  τ’ να  ντ  καν’  ένα  κάμουμα, πα  τσι του κόψ’ πια  φτο  του  χούιγ.  Σινιννουήστσι  μι δυο  γ’τόνσις τσι  τα κανουνήσαν.  Σκώνιτι που λέτι του προυί τσι  πα  στου  σπιτ  σ  νύφ’ς  ιτ.

«Μουρ’  κόρ  ιμ είδα  ένα  όνειρου  τσι  ήρτα να  σι του  πω . Ήρτι μια  γριγιά στου νύπνου μ’ τσι μι είπι πους η  νύφ’ σ’  πρέπ’ να  ζμώσ΄ μια μέρα,  αλλά  ουλόγυμν, έ  θα φουρεί κανένα  ρούχου, για  να   έρτ’  μιγάλου  καλό  στου  σπίτ’ ντουν.  Κάν’ του   κόρ’  ιμ  γιατί   τα  όνειρα  που  βλέπου γω  πάντα βγαίνιν.»

Του πίστιψι λοιπόν η νύφ’,  πιάν   απού  σπιρού   του  προυζύμ,  σ’κώνιτι  του πουρνό μπαίν μεσ’  σι ένα κουζνέλ  που  είχαν  μεσ’  ντ’ν αυλή  να κάνιν  ντ λάτρα ντουν, πιτά   τα ρούχα τ’ μεσ’  σ’ν αυλή  τσι  απόμνι σα που  ντ   γένν’σι  η μάνα τ’. Κλει  τσι ντ πουρτούδα για να μή κρυγιώσ’  η ζύμ’   τσι  πιάσι  να  ζμών’ . Η πιθιρά  κάθουνταν  όξου απί ντν αξώπουρτα. Μπαίν’  σιγά  σιγά  μεσ’   ντ’ν  αυλή τσι  παίρν’  τα  ρούχα  σ’  νύφ’ς  ιτ’.  Κλειδών’  ντ πόρτα  που  μπαίναν  στου  μέσα  του  σπίτ’ για  να  τσοιμηθούν τσι  παίρν’ του κλειδί . Ήβγι  ύστιρα  μεσ’  στου  δρόμου τσι  έγνιψι  σι  γ’ναίτσις  να  αρχίσιν  ένα καυγά!

Παίρν’  χαμπάρ  η  νύφ’  ιτ  του χλαπαταγί  που  γίνουνταν  τσι παρατά  του ζύμουμα. Βγαίν’ μεσ’  στν  αυλή να βρει τα ρούχα τ’… πουθινά  τα ρούχα! Πα  ν’ ανοίξ’ του πουρτί να μπει μεσ’  του  κυρίους  σπίτ’  για  να  βρει  άλλα  ρούχα  να  φουρέσ’ … κλειδουμένου  του πουρτί  τσι του κλειδί  παρμένου. Απ’ όξου   γίνουνταν  χαλασμός, σκουτουνώνταν!

 Να σκάσ’  ντ’ν  ίρχουνταν.  Τίλιγια  να  βγεί απ’  όξου μπάντα ; Ε χάν’ τσιρό!  Αρπά  ένα κουμάτ’  ζύμ’ ντ’  πλάτνι  ντ’ν  έκανι  σα  πίτα τσι  μπλάστρουσι  του  ιπίμαχου  σημείου… για  να  μή φαίνιτι! Κόβγ  ακόμα ένα κουμάτ’ κάν’  πάλι  μια  πίτα τσι ντ  κουλά  στα… ουπίσθια  τ’!  Πιτγιέτι  μεσ’ του  δρόμου  τσι  κοίταξι να  δει  πού   γίνιτι η καυγάς.  Μόλις ντ  βλέπιν οι  γ’ναίτσις  πέσαν  κάτου  απ’ τα  γέλια.

«Μουρ’ συ! Ένι  μπόρισις  να  βασταχτείς! Ανταριαστή  να  γέν’ς!»

Τί να καν’  τώρα που  γίντσι ριζίλ’;   Έπριπι  να  δικιουλουχθεί, πους  ήβγι  για  να  υπουστηρίξ του   δίτσιου  σι  γ’τόνσας  ιτ!  Στου λιφτό σκαρών’  ένα  στιχέλ’!

«Πίτα μπρος  τσι πίτα πίσου

πιτάχτα  απ’ οξου ν’ ανισώσου

σι  γ’τόνσας  ιμ  μαθέ του ίσιου!» (το  δίκιο)

 Τιλικά του χούιγ  δε κόβγιτι!

Διαβάστε επίσης

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗ

Διάβασμα για λουομένους στη Νυφίδα!

Το μαύρο πανώ της Βρίσας

Πολιχνίτος: Ένα χωριό-ανοιχτό μουσείο στα νοτιοδυτικά της Λέσβου

Μετάβαση στο περιεχόμενο