Ρεμβάζοντας και αναπολώντας – Του Γιάννη Μανούκα

Ιγνάτης Ψάνης

Ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος, ο Γιάννης ο Μανούκας απ’ τη Βατούσα, πήρε το καλειδοσκόπιό του, το περιέστεψε, σημάδεψε και σύνθεσε εικόνες και στιγμές συναισθηματικής έντασης και, με σημείο εκκίνησης τη δυνατή κυτταρική του μνήμη, τις έντυσε με την πιο  κατάλληλη λογοτεχνική περιγραφή, όπου κάθε λέξη έχει τη θέση της και τη λειτουργία της και όλ’ αυτά, για να υπηρετηθεί ο στόχος του, που είναι η εγκατάλειψη του χωριού του. Μια εσωτερική και ομοκεντρική συρραφή που αποτυπώνει και παραπέμπει στην εγκατάλειψη ολόκληρης σχεδόν της ελληνικής υπαίθρου, και του χωριού μας, φυσικά. Θα αναγνωρίσουμε οικείες εικόνες του χωριού μας όλοι μας και θα νοιώσουμε τα ίδια συναισθήματα με τον συγγραφέα: μελαγχολία, πίκρα, απογοήτευση. Και το χειρότερο, όλοι ξέρουμε πως η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη, τα χωριά μας, δυστυχώς, νομοτελειακά αργοσβήνουν και όλοι μας απλά παρακολουθούμε και καταγράφουμε.

 

Γιάννη Μανούκα, Φιλολόγου  Ευαγγελικής Σχολής Ν. Σμύρνης

Είναι μέρες  τώρα, που σε ώρες αυγουστιάτικης  πρωινής ρέμβης, στέκομαι και βλέπω  ετούτο το θέαμα που μου στέλνουν από απέναντι  οι αυλές των έρημων  σπιτιών της γειτονιάς μου με το θράσεμα των λογής-λογής  φυτών που ξεπετάγονται από μέσα τους  και συνάμα την αγωνία των παλιών δέντρων να κρατηθούν στη ζωή. Η εγκατάλειψη έκανε τη βλάστηση να «πλέξει»  και «ράψει» κάθε χώρο,  σβήνοντας αργά κι επώδυνα τα χνάρια της  παρουσίας των παλιών γειτόνων μας,  ζωντανών και νεκρών. Δέντρα παλιά της αυλής μάταια φορτώνουν κάθε χρόνο τους καρπούς τους  και  μάταια προσμένουν  κάποιο χέρι να τους δρέψει  για να νιώσουν την ξεχασμένη πια χαρά της προσφοράς. Δέντρα καινοφανή που παρεισέφρησαν  με θράσος περίσσιο, απρόσκλητοι επισκέπτες , και  γρήγορα βλάστησαν,  άπλωσαν τα κλαδιά τους ανάμεσα στα άλλα σε ένα σφιχταγκάλιασμα ασφυκτικό  και κρέμασαν  νιόφερτους καρπούς.  Οι κρεβατές,  στολίδια και σκιάδια της αυλής  κατέρρευσαν κι οι κληματαριές απροστάτευτες, σωριάστηκαν καταγής,  απλώθηκαν  κι έρποντας ξανασηκώθηκαν  κι αγκαλιάζοντας κορμούς και κλαδιά των δέντρων  ανέβηκαν ως τα ακρόκορφα, αφήνοντας κάθε Αύγουστο, τ’  ατρύγητα,  λυμφατικά από την αφροντισιά  τσαμπιά τους,  να αιωρούνται περιφρονημένα από ανθρώπους,  έρμαιο μεθυστικό πουλιών κι εντόμων.

Μόλις πια διακρίνονται τα λιθόστρωτα στις αυλές,  και  στους αρμούς τους  που καθημερινά έγλυφε το φουρκαλούδι της νοικοκυράς  θράσεψαν και βγήκαν από τη γης κάθε λογής φυτρώματα σε μια πολυποίκιλτη χλωρίδα που χρόνια τώρα, ακολουθώντας  ανενόχλητα τον κύκλο της ζωής τους θεριεύουν κάθε Άνοιξη,  για να πεθάνουν πάνω στο μαγιάτικο οργασμό τους με τους πρώτους καύσωνες των καλοκαιριών.

Μια κοσμογονία βλάστησης, όπου το νόμιμο, το φυτεμένο και καλλιεργημένο από τα χέρια του ανθρώπου,  έχει περιέλθει  πια στο περιθώριο,  γιατί  ήρθε το νέο, το άναρχο της φύσης, εκείνο  που κάθε φορά που τολμούσε να φυτρώσει, ερχόταν το ανθρώπινο χέρι να του στερήσει τη ζωή χάριν της τάξεως που επέβαλλε της αυλής το στερέωμα.  Ενέσκηψε και κυρίεψε εκδικητικά το παλιό που είχε το προνόμιο της φροντίδας και της περιποίησης.  Μια κυριολεκτική επανάσταση,  όπου διαδραματίστηκε η σύγκρουση της φυσικής με την  άλλη,  τη δομημένη πραγματικότητα που επέβαλε στη φύση ο άνθρωπός, για να νικήσει η πρώτη θριαμβευτικά…

Κράτος κι εξουσία  για τις γάτες τούτος ο οργασμός της βλάστησης   και ιδανικό καταφύγιο,  να ζευγαρώνουν, να γεννοβολούν και να κυνηγούν μυστηριώδη  νυκτόβια  που κυκλοφορούν βιαστικά και φοβισμένα ανάμεσα από τις χλωρασιές.

Κι ανάμεσα από τούτο το θράσεμα  τα  ρημαγμένα σπίτια της εγκατάλειψης καταρρέουν καθημερινά, αφρόντιστα  και γερασμένα μην  αντέχοντας πια χειμώνες και κάματα.    Μισογκρεμισμένα πασχίζουν μάταια  να σώσουν κάτι από την παλιά τους  περηφάνια που μέσα στους τοίχους τους με τους αχυρένιους σοβάδες έδιναν τη θαλπωρή  και την ανάπαψη  στα κουρασμένα κορμιά, έκλειναν το δειλό όνειρο και σκέπαζαν με διακριτικότητα σπάνια τους μουγγούς πόθους που έφερναν στη ζωή  τη νέα γέννα.

Στα αραχνιασμένα κατώγια σώζονται τα κιούπια κι οι σφήδες του λαδιού με το ξεραμένο κατακάθι της μούργας.  Παραδίπλα διάφορα χρηστικά αφημένα με την τελευταία ανθρώπινη κίνηση απάνω τους ,λίγο πριν την αμετάκλητη εγκατάλειψη.  Πιο πέρα   το φτυάρι κι ο  κασμάς  με τα παλιά χνάρια του μόχτου  του ξωμάχου πάνω στο γυαλισμένο ακόμα σαπλίκι τους  που  ’σβησε αποκομμένος από την αρχέγονη μήτρα του στα κακοτράχαλα διάσελα της ξενιτιάς.

Κάπου στης αυλής μια γωνιά, ζωσμένη από τα δέντρα και τους θάμνους της  ερήμωσης,  η μισογκρεμισμένη κουζίνα  με το  τζάκι της να σώζει ακόμα  την κάπνα των ξύλων που έκαιγαν ολημερίς  τα καταχείμωνα για να  ζεστάνουν σώματα και ψυχές και να γλυκάνουν τα λιτά δείπνα  με τη μυρουδιά του λαδιού, της ελιάς, του κρεμμυδιού  και  της καυκαλήθρας…

Κι είναι ακόμα κάτι σπίτια μισοτελειωμένα που δεν αισθάνθηκαν τη χαρά της ολοκλήρωσης, γιατί έλειψαν οι άνθρωποι, κορίτσια πράμα μαθές,  που μάταια  ξόμπλιασαν με αυτά τους πόθους μιας απλής και δειλής ευτυχίας  είτε γιατί δεν καλοτύχισαν να γευτούν τη χαρά του υμέναιου είτε γιατί κακοθανάτισαν πρόωρα κι ακόμα  γιατί  τα πήραν οι δρόμοι  της ξενιτιάς. Και μένουν να χάσκουν τα παράθυρα χωρίς  κανάτια κι οι  τοίχοι χρόνο το χρόνο να σωριάζονται  καταγής σαν το όνειρο που δε φτούρησε και τα συντρίμμια τους να πνίγονται μέσα στης φύσης το οργασμό…

Εικόνες της Βατούσας, εικόνες των όμορφων χωριών μας που … όμορφα ερημώνονται…

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  ΣΤΗ ΒΑΤΟΥΣΑ ΤΟΥ 2013

ΕΝΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ VIDEO ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΤΟΥΣΑ… ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΑΜΕ!

 

Διαβάστε επίσης

Νερό: Ψήφισμα Τοπικού Συμβουλίου Πολιχνίτου

Λεσβιακά έθιμα – Μέρος 2ο- Λαμπρουβδουμάδα-Δίστιχα κούνιας

Σελίδα φωτογραφίας-Μέρος 4ο

Λεσβιακό Πάσχα-1ο Μέρος

Μετάβαση στο περιεχόμενο