“Καλή Ανάσταση” με τον τρόπο της Στέλλας Καρνά

Προτού σας παραδώσουμε στην εικονοπλαστική μνήμη της Στέλλας, που ντύνεται  με την αξέχαστη ντοπιολαλιά μας σε ένα απολαυστικό και μοναδικό λογοτεχνικό σύνολο, που κάνει να σκιρτά η ψυχή και το μυαλό μας να ανατρέχει, θεωρήσαμε πρέπον να αναδημοσιεύσουμε την παρουσίαση του βιβλίου της “Μικρές ιστορίες της Λέσβου” στον ‘ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ”.

Ιγνάτης Ψάνης

Κάποιοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να πετυχαίνουν μια στιγμή (προσωπική, ομαδική, κοινωνική) και να τη διασώζουν. Πρόκειται για άτομα με υψωμένες τις κεραίες της παρατηρητικότητας και του ενδιαφέροντος, που μας τροφοδοτούν με πληροφορίες και γεγονότα και μας μεταγγίζουν ένα μέρος της ευαισθησίας και της αισθητικής τους. Ανάμεσά μας μεσολαβεί άλλοτε μία μηχανή και άλλοτε ο λόγος, που κάνει τη δουλειά.

Η αγαπητή μας Στέλλα ανέλαβε με τη μηχανή του χρόνου να μας γυρίσει στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και με τη δύναμη του ιδιωματικού λόγου, με τις πανάρχαιες ρίζες του και με τις πολυποίκιλες επιρροές του καθώς και με τους δικούς του γλωσσολογικούς κανόνες (έγραψα κάποτε για αυτούς) κατάφερε να μας ξαναθυμίσει κάποιες από τις στιγμές  εκείνης της εποχής. Τις συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο, αποσπασματικές περιγραφές και διηγήσεις μιας περασμένης ζωής, όχι όμως και λησμονημένης. Έφτασε ένα μικρό εγχειρίδιο “πλοήγησης” στο παρελθόν από τη Στέλλα, για να μας τις ξαναζωντανέψει..

Η Στέλλα διαθέτει φωτογραφική μνήμη. Όλα όσα περιγράφει της τα διέσωσε ο “σκληρός δίσκος’’ μιας μνήμης που ποτέ δεν έκανε delete, ένας κόσμος από τον οποίον ποτέ ουσιαστικά δεν αποκόπηκε, πρόσωπα που ποτέ δεν ξεχάστηκαν, διάλογοι που ποτέ δεν διαγράφτηκαν, ήθη που η αγάπη τα συγκράτησε. Μικρές αναπαραστάσεις,, θαμπές για τους περισσότερους πια, που ζούμε μια αλλιώτικη ζωή, σε άλλα μέρη, με άλλους ανθρώπους, ένας θησαυρός, που ξαφνικά αποκαλύφθηκε. Ξέραμε πως κάποιος θα βρεθεί να τα διασώσει. Κάτι θυμόμαστε στις αντροπαρέες μας, μνήμες από το παρελθόν, που μας ξαναγυρίζουν  στις ρίζες μας, στην αφετηρία μας, νοσταλγικές αναπολήσεις.

Ο τρόπος γραφής έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός προσωπικού ύφους, που αφήνεται να ακολουθεί τους ήρωες. Η Στέλλα παρακολουθεί και καταγράφει όσο πιο αυθεντικά, αληθινά θυμάται έτσι όπως ήτανε. Παρεμβαίνει με το δικαίωμα του αφηγητή, που ξέρει τη συμπεριφορά των προσώπων, για να σχολιάσει, δίνοντας και έναν τόνο σύγκρισης, αντιπαράθεσης συχνά ειρωνικής και δηκτικής με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτόματα, δηλαδή, συνδέει και τις εποχές διασταλτικά. Η φτώχεια, η κοινωνική απομόνωση της γυναίκας, οι ασχολίες των γυναικών, οι κοπιαστικές αγροτικές δουλειές, πρόσωπα και επαγγέλματα ανύπαρκτα πια σήμερα, πανηγύρια, κρυφοί έρωτες, ήθη και έθιμα καταγράφονται με μια μοναδική δυναμική αναπαράστασης.

Ο λόγος σύντομος, κοφτός, ελλειπτικός σχεδόν, τρέχει τα γεγονότα, για αυτό και δεν κουράζει τον αναγνώστη. Λέξεις της ντοπιολαλιάς, που διευκολύνουν τη λακωνικότητα και εξυπηρετούν άριστα τη δημιουργία εικόνων κάθε λογής. Το χιούμορ συχνά ελαφρύ, η ειρωνεία, γίνεται εργαλείο υπέρβασης των προβλημάτων της εποχής. Οι άνθρωποι αποενοχοποιούνται. Οι ζωντανοί διάλογοι φωτίζουν τα πρόσωπα, που συχνά γίνονται σκληρά, γιατί τέτοιες είναι και οι συνθήκες, οι καταστάσεις που βιώνουν. Θυμίζουν λογοτεχνικούς διαλόγους, που πλαισιώνουν τα διηγήματα και δραματοποιούν την αφήγηση. Έτσι ηθογραφούνται χαρακτήρες αντιπροσωπευτικοί της εποχής. Μέσα οπό τους οποίους ο καθένας μπορεί να θυμηθεί  τα δικά του  φέρσιματά  αλλά και τον μικρό κοινωνικό του περίγυρο

Μην ψάχνει κανείς κοινωνιολογικές αναλύσεις. Η Στέλλα μάς δίνει το κλειδί ,για να μπούμε σ` αυτές, να τις ανασυνθέσουμε και να ξαναθυμηθούμε εκείνα τα δύσκολα, πέτρινα χρόνια, όμως με την ανθρωπιά και την ευαισθησία ενός λιγότερο πειραγμένου από τους εικονιστικούς ρύπους της σύγχρονης εποχής.

Εννοείται πως το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα έχει ήδη αλλοιωθεί. Η τηλεόραση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επικράτηση της κοινής νεοελληνικής, η εξάλειψη των γεωγραφικών περιορισμών, γράφουν τις τελευταίες σελίδες του. Θα μείνει, όμως, ως ένα στοιχείο εμπλουτισμού της γλώσσας μας, που μας επιτρέπει να ανιχνεύουμε την ιστορική εξέλιξη της, ως στοιχείο παράδοσης, που μας συνέχει και συγκροτεί τον λαϊκό μας πολιτισμό. Για το είδος του γραπτού λόγου που επέλεξε η Στέλλα μάς εξέπληξε θετικά. Ξέρουμε πως η ντοπιολαλιά ευκολότερα ακούγεται και δυσκολότερα διαβάζεται. Όμως η έκδοση είναι τέτοια που οι “μυημένοι” δε θα δυσκολευτούν. Το φωτογραφικό υλικό, που συμπληρώνει τις μικρές ιστορίες, πιστεύω πως κι αυτό εκφράζει προσωπικά της βιώματα. Εξαιρετικός ο προλογισμός της αγαπητής συναδέλφου και συμμαθήτριάς μου Κατερίνας  Αρχοντούλη.

Υστερόγραφο: Είμαι βέβαιος πως ο Θεόφιλος θα έβρισκε μπόλικο υλικό για τις ζωγραφιές του

Όσο για μένα, ναι, μου έλειπε ένα βιβλίο που με λιτό, αυθεντικό και αβίαστο λόγο θα με γυρνούσε στις γειτονιές, στα λιοχώραφα, στα πανηγύρια σα να έγιναν χτες.

Αναδημοσίευση από τον “ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ”, φύλλο 164, ΟΚΤ-ΝΟΕ-ΔΕΚ 2020

ΣΤΕΛΛΑ ΚΑΡΝΑ

Ιτοιμασίις για ντ Λαμπρή

Τι θα γιν’ μ’έτουτουν του παλιότσιρου; Μας μούχλιασι μι σ’ βρουχές φέτους, τσι  ε λεγ’ να σταματήσ’. Σχαμό εχ’ πιά. Πας ντ ν ώρα που πα να βγει κουματέλ’ γ ήλιους, πισμανεύγ  πλαλεί μάνι μάνι να χουθεί μεσ’ στα σύννιφα. Έν έχ’ γλύκα απάνου τ’ πια. Θα τουν  ινιμιρώσ’ κανένας;

Λαμπρή έρχιτι του πήρι χαμπάρ;

Δ’λειές έχουμι.  Θέλουμι να παστρέψουμι ν’ ασπρίσουμι του κουζίν’ μας να φύγ’ η κάπνα που γέμ’σι απ’ ντ φουτιά ούλου του χμώνα. Να ξικαπλαντίσουμι* να πλύνουμι τα μαλένια τα  σιντόνια!

Να σβήσουμι  κουμάτ’ ασβέστ’ να μπαταναδιάσουμι ντ ν αυλή, σ’ αυλόγυρ’, τσι τα σουβιλίκα  στ’ν αξώπουρτα. Να ρίξουμι τσι κουμάτ μαβί χρώμα μεσ’ τουν ασβέστ’, ν’ αστράφτιν ούλα απ’ ντ πάστρα.

Ύστιρα έχουμι να κάνουμι τα κουλούρια μι ντ μηχανή πού γινόντιν πουλύ όμουρφα. Να βάψουμι τ’ αυγά, να κάνουμι σχέδια μι του μαντανό, να γράψουμι μι του κουρκό ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ. Φούργις έχουμι……

Α πάμι στου χασάπκου να πάρουμι τ’ αρνί να γιμίσουμι του κουβάν’* μι του ρύζ’ να τα βάλουμι στου φούρνου μας ντ Λαμπρουδευτέρα  ούλις οι γ’τόνσις, να μουσκουβουλήσ’ γη ντουνιάς!

Θ’μάμι πους  ντ μέρα που φουρνίζαμι τ’ αρνιά κάναμι  τσι σ’ κούνις. Παγαίναν τα κουπιλάρια  τσι ντ τοιμάζαν ντ κούνια  τσι κνιούσαν  σ’κουπιλούδις  δυό δυό, τσι σ’ τραγδούσαν:

*Ανεβαίνω σκαλοπάτια ανεβαίνω ανηφοριές για να δω τα δυό της μάτια που μ’ανάψανε φωτιές*….. Τσι φτες να λουγιάζιν σ’ αγαπτσοί ντουν, τσι να παγαίν η γ έρουτας σύννιφου  μι σ ματιές.

Εύτα ήνταν ισθήματα  φλουγιρά!!!

Άντι καλή Ανάστασ’ νάχουμι!

 

Του πρώτου του τραγδέλ’ που θα πούμι στ’ κούνια :

« Μιάν  αψ’λή , μια χαμ’λή

τσάκ να φτάξει στου τσαρσί

στου τσαρσί στου ακρουγιάλ’

έβγα συ να μπουν τσι  γι άλλ’.

 

Διψάσα τα πουλάκια

δίψασα τσι γω

διψάσαν τσι κουπέλις

για να κατιβώ.

Άσπρους φιόγκους στου τσιφάλι

κρέμιτι σα πουρτουκάλι

στου γιαλό στου ακρουγιάλι

έβγα συ να μπουν τσι  γι άλλοι.».

κουβάν’= το κουφάρι του αρνιού που το κάνουμε γεμιστό με ρύζι και μυρωδικά.

ξικαπλαντίσουμι =βγάζουμε τα σεντόνια από το πάπλωμα που το έχουμε ντύσει. Ένα είδος  παπλωματοθήκης.

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Σελίδα φωτογραφίας-Μέρος 5ο-

Σελίδα λογοτεχνίας- Μέρος 5ο:«Δρόμος παλιός που αγάπησα…»- Αντώνης Χατζηλάμπρος, Φιλόλογος

Θερμοπηγές Πολιχνίτου: έναρξη λειτουργίας-

Περιφορά της εικόνας του Αγίου Γεωργίου-Το “οδοιπορικό” του Ναού από τον Στρατή Πάντα

Μετάβαση στο περιεχόμενο