Μακρής και Καλαθάς μελετούν και “αυτοσχεδιάζουν”-Μέρος 1ο

Ο αγαπητός Τάσος Μακρής, ακούραστος μελετητής του ντόπιου πολιτισμού πολύπλευρα και ολόπλευρα, εδώ και πολλά χρόνια, που με την εξαίρετη πένα του έχει διασώσει, μας χαροποίησε, όταν μας εμπιστεύτηκε μια ξεχωριστή πολυσέλιδη μελέτη του, ενδοσκόπηση, της κοινότητάς μας. Πρόκειται για παροιμιώδεις φράσεις το περιεχόμενο, η ερμηνεία και η αξιολόγηση των οποίων γίνεται μέσα από γλωσσικές προσεγγίσεις, κοινωνικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις και ιστορικές αναφορές. Τον λόγο και τον σκοπό της συγγραφής εξηγεί ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα. Φροντίσαμε τα κείμενα να παντρεύονται με σκίτσα, που σχετίζονται με το περιεχόμενο, του επίσης αγαπητού και ακάματου Κώστα Καλαθά. Ένας υπέροχος συνδυασμός.

Ιγνάτης Ψάνης-Πέτρος Καναρίδης

Μελετώντας τους προγόνους μας από μια άλλη ματιά

Από τον Τάσο Μακρή

Η γλώσσα είναι επίτευγμα του ανθρώπινου είδους, που κατάφερε να αναπτύξει ο εξελιγμένος ανθρώπινος εγκέφαλός  του και να προικίσει ταυτόχρονα με τις φυσικές ιδιότητες της προσαρμογής και της εξέλιξης. Ο μύθος της Βαβέλ προσπάθησε να ερμηνεύσει το φαινόμενο της πολυγλωσσίας επί της Γης, γιατί ήταν θαυμαστό και δυσνόητο. Στην εποχή μας γίνεται πια κατανοητό και ευεξήγητο, όταν εντάσσεται και αυτό στη δαρβινική θεωρία: Το περιβάλλον και οι ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων συνέβαλαν στη διαμόρφωση των γλωσσών.

Ο πολιτισμός των ανθρώπινων ομάδων και η διαμορφούμενη συνεχώς γλώσσα τους φαίνεται να έχουν μία αμφίδρομη σχέση. Η γλώσσα βοηθάει την πολιτισμική ανάπτυξη και ο πολιτισμός εξευγενίζει και εμπλουτίζει τη γλώσσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γλώσσα μπορεί να παίξει και το ρολό ιστορικού ντοκουμέντου, αν προσπαθήσουμε να βρούμε την καταγωγή και το νοηματικό περιεχόμενο λέξεων, φράσεων, παροιμιών, επιγραμμάτων και παντός είδους κειμένων. Η προφορική ή γραπτή έκφραση των ανθρώπων, το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, το νοηματικό περιεχόμενο των λέξεων, δείχνει πολλά πράγματα, που προήλθαν από την ιστορική πορεία των ομάδων, που τη μιλούν. Δείχνει την επικοινωνία τους με άλλους λαούς, τη μορφή των σχέσεών τους, τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που βίωσαν, το πολιτιστικό επίπεδο που ανέπτυξαν, τον συλλογικό χαρακτήρα που διαμόρφωσαν. Στοιχεία, δηλαδή, για τα οποία θα πρέπει να ενδιαφέρεται και Ιστορία.

Οι ντοπιολαλιές, που διαμορφώθηκαν στα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας μας, νομίζω πως ενισχύουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Σε όσες από αυτές υπάρχει γραπτός λόγος, γίνεται πιο εύκολα η έρευνα για την πολιτιστική πορεία των ομάδων των Ελλήνων, που τις μίλησαν. Στον Πολιχνίτο δεν βρήκαμε γραπτό λόγο, παρά ελάχιστα μόνο κείμενα των τελευταίων ετών κι αυτά προσπάθειες απομίμησης. Αναγκαστικά, λοιπόν, για να πλησιάσουμε το πολιτιστικό επίπεδο των προγόνων μας με τη βοήθεια της γλώσσας, στηριζόμαστε στον προφορικό τους λόγο κι αυτός είναι οι λέξεις, οι παροιμιώδεις φράσεις και οι παροιμίες.

Κάναμε μια κάποια επιλογή αυτού του λόγου και με την όποια δυνατή ανάλυσή του προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα των προγόνων μας και να διαισθανθούμε το κλίμα μέσα στο οποίο έζησαν αυτοί οι άνθρωποι.

Και κάτι ακόμα! Αν είναι αλήθεια ότι η κληρονομούνται οι μακροχρόνια επίκτητες ιδιότητες στους απογόνους, τότε, μελετώντας τους προγόνους μας, έχουμε τα εργαλεία, που μας χρειάζονται, σε περίπτωση που θα αισθανθούμε την ανάγκη ενδοσκόπησής μας.

 

ΑΜΟΝΟΙΑΣΤΑ  ΠΙΤΥΡΑ

Πρόκειται για μία μεταφορικής σημασίας φράση με τη χρήση της οποίας δηλωνόταν συνήθως η αδυναμία των Πολιχνιατών να ενεργήσουν σαν συνεκτικό κοινωνικό σύνολο. Η παρομοίωση έγινε με τα πίτυρα, το οποίο με το νερό δεν ενώνονται να γίνουν ζύμη, όπως το αλεύρι, αλλά σκορπούν αμόνοιαστα. Έτσι και τους Πολιχνιάτες δεν τους χαρακτήριζε ποτέ η ομόνοια, και αυτό ήταν κάτι, που στεναχωρούσε όλους, δίχως όμως να μπορούν να το ξεπεράσουν.

Το φαινόμενο είχε την ιστορική του δικαιολόγηση: Ο Πολιχνίτος, ως γνωστόν, προήλθε από τη συνένωση μικρών οικισμών του 15ου και 16ου αιώνα, μάλλον κατ’  επιταγή των κατακτητών Οθωμανών για την ευκολότερη είσπραξη των φόρων και τον έλεγχο των εργατικών χεριών. Ο κάθε οικισμός, που ερχόταν στον ορισθέντα χώρο, έφερνε και τη δική του οσμή και έκανε τη δική του εγκατάσταση. Σίγουρα θα προέκυψαν και μερικά διχαστικά μικροσυμφέροντα, που καθυστέρησαν την κοινωνική ώσμωση.

Το ότι κάπως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα τα συμπεραίνουμε από την έλλειψη στον οικισμό πλατείας και πλάτανου. Τα ελληνικά χωριά κατά κανόνα έχουν την πλατεία τους, που τη σκεπάζει κάποιος ιστορικός πλάτανος, για να είναι ο τόπος συγκέντρωσης των κατοίκων για όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Στον Πολιχνίτο τέτοια ανάγκη δεν υπήρξε. Οι Πολιχνιάτες δεν ένιωθαν την ανάγκη να βρεθούν όλοι μαζί, για αυτό και δεν άφησαν στο νέο οικισμό χώρο για πλατεία. Ένα τρίστρατο με ένα νεαρό πλάτανο, που υπάρχει, είναι των τελευταίων 50-60 ετών και ως προς τον ονομαζόμενο” χωρό” είναι μικρός χώρος και στην άκρη του χωριού. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν που έδωσαν οι Πολιχνιάτες στους εαυτούς τους, είναι δικαιολογημένος και πετυχημένος.

Η πετυχημένη αυτή παρομοίωση έκτοτε χρησίμευσε για χαρακτηρισμό κάθε δύσκολης ανθρώπινης συνύπαρξης όπως στα μέλη μιας οικογένειας, στη συνύπαρξη λαών με διαφορετική εθνολογική ή θρησκευτική ταυτότητα. Όλοι αυτοί μοιάζουν με τους Πολιχνιάτες! Είναι αμόνοιαστα πίτυρα!

 

 

Διαβάστε επίσης

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗ

Διάβασμα για λουομένους στη Νυφίδα!

Το μαύρο πανώ της Βρίσας

Πολιχνίτος: Ένα χωριό-ανοιχτό μουσείο στα νοτιοδυτικά της Λέσβου

Μετάβαση στο περιεχόμενο